- κατασιγαστικός
- κατασιγαστικός, -ή, -όν (Μ) [κατασιγάζω]ο ικανός να κάνει κάποιον να σωπάσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασιγαστικόν — κατασιγαστικός of masc acc sg κατασιγαστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασιγαστικήν — κατασιγαστικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)